- προσπέρασμα
- το, Ν[προσπερνώ]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσπερνώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπέρβαση — η, / ὑπέρβασις, άσεως, ΝΜΑ [υπερβαίνω] 1. πέρασμα, διάβαση πάνω από κάτι (α. «υπέρβαση όρους» β. «τέτταρας δὲ ὑπερβάσεις ὀνομάζει μόνον», Στράβ.) 2. μτφ. α) πράξη πέρα, έξω από τα κανονικά ή επιτρεπόμενα όρια (α. «υπέρβαση δαπανών») β) ξεπέρασμα … Dictionary of Greek
οδική κυκλοφορία — Η κίνηση οχημάτων και πεζών στους διάφορους δρόμους, η οποία διέπεται από ορισμένους κανόνες, για την ασφαλέστερη και ταχύτερη διακίνηση. Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες, η κίνηση αυτή ρυθμίζεται από τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, ο οποίος… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek